-
1 гибнуть
-
2 погибать
-
3 прах
-а α.1. παλ. σκόνη• κονιορτός.2. στάχτη, τέφρα. || τιποτένιο πράγμα.3. λείψανο, το σκήνος, η σορός. || η σποδός.εκφρ.на кой -? – (απλ.) τί χρειάζεται;•прах меня знает, заберт кто что – κ.τ.τ. άγνωστο, ποιος ξέρει τι και ποιο•прах тебя (его – κ.τ.τ.) побери (возьми) να πάει στο διάβολο (για αγανάκτηση)•прах с тобой (с ней, с ним – κλπ.) α) καλά, ας είναι, ας γίνει έτσι (με ενδοτική σημ.)1 β) μου είναι αδιάφορο, δε με νοιάζει•повергнуть ή разбить, превратить κ.τ.τ. в прах – τα κάνω σκόνη ή στάχτη (καταστρέφω ολοσχερώς)•пойти ή рассыпаться, разлететься -ом – γίνομαι στάχτη ή σκόνη (καταστρέφομαι, χάνομαι). -
4 развеять
-вею, -веешьρ.σ.μ.(για άνεμο, φύσημα).1. παρασύρω, (δια)σκορπίζω• ανεμοσκορπίζω•ветром -ло пыль ο αέρας παρέσυρε τη σκόνη•
ветер -ял облака ο άνεμος σκόρπισε τα σύννεφα.
|| μτφ. καταστρέφω, εξαφανίζω•развеять в прах κάνω στάχτη (καταστρέφω ολοσχερώς).
2. ανεμίζω•ветер -ял флаги, волосы ο αέρας ανέμισε τις σημαίες, τα μαλλιά.
1. παρασύρομαι, (δια)σκορπίζομαι (από τον άνεμο).2. μτφ. καταστρέφομαι, χάνομαι, εξαφανίζομαι• εξανεμίζομαι• σβήνω.3. ανεμίζω•волосы -лись τα μαλλιά ανέμισαν.
-
5 свихнуть
ρ.σ.βλ. вывихнуть.εκφρ.(себе) шею – α) στρίβω το λαιμό, β) μτφ. τρώγω το κεφάλι μου (καταστρέφομαι, χάνομαι, πεθαίνω)•свихнуть с ума – (απλ.) παραφρονώ, μου στρίβει, σκαρτάρω.1. παραφρονώ, μου στρίβει, σκαρτάρω.2. ξεφεύγω, παραστρατώ, εξοκέλλω• εκτρέπομαι.εκφρ.свихнуть с ума – βλ. 1 σημ. -
6 пропасть
пропасть 1-и θ.1. βάραθρο• άβυσσος• χάσμα•бездонная пропасть απύθμενο χάσμα άβυσσος.
|| γκρεμός, κρημνός•быть на краю -и είμαι στην άκρη (στο χείλος) του γκρεμού.
2. μτφ. αγεφύρωτο χάσμα (το ασυμβίβαστο απόψεων, διαφορών κ.τ.τ.).3. πλήθος μεγάλο• μελίσσι, εσμός• τεράστια ποσότητα.• σωρός•пропасть народа μεγάλη πολυκοσμία, κοσμοπλημμύρα, ανθρωποθάλασσα.• у него пропасть врагов αυτός έχει ένα σωρό εχθρούς•
в комнате была пропасть муссору στο δωμάτιο ήταν σωρός τα σκουπίδια.
4. επιφ. να παρ η οργή! αθεόφοβε! χαμένο κορμί.εκφρ.пропасть и нет – δε θα χαθείς, δε θα σκοτωθείς ή δε θα πέσεις από το γκρεμό.пропасть 2-паду, -падшь, παρλθ. χρ. пропал-ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. пропавший ρ. σ.1. χάνομαι, εξαφανίζομαι, γίνομαι άφαντος, εκλείπω•-ло письмо χάθηκε το γράμμα•
у меня -ла собака έχασα το σκυλί•
всё -ло όλα χάθηκαν, το παν χάθηκε.
2. κρύβομαι• δε φαίνομαι ή δεν ακούομαι•-ли горы χάθηκαν τα βουνά•
голоса -ли вдали οι φωνές χάθηκαν(έσβησαν) μακριά.
|| αργώ να επιστρέψω•он ушл и -ал на неделю αυτός έφυγε και χάθηκε για μια βδομάδα•
где ты -ал? που χάθηκες; τι έγινες; που ήσουν;
3. καταστρέφομαι•цветы -ли от мороза τα λουλούδια καταστράφηκαν από τον πάγο.
|| φονεύομαι, σκοτώνομαι, χάνομαι•сын его -ал в войне το παιδί του χάθηκε στον πόλεμο.
4. παραμένω ανώφελος, άκαρπος•-дут мой труды θα πάνε χαμένες οι εργασίες μου (οι κόποι μου).
εκφρ.пропасть даром (попусту) – χάνομαι άδικα.• пиши -ло πες πως χάθηκε. -
7 вывести
-веду, -ведешь, παρλθ. χρ. вывел, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. выведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выведенный, βρ: -ден, -а, -оρ.σ.μ.1. μεταφέρω έξω, αποσύρω• βγάζω έξω,εκδιώκω•вывести войска из города αποσύρω τα στρατεύματα από την πόλη•
вывести нарушителя спокойствия βγάζω έξω τον ταραχοποιό.
|| αποκλείω• вывести кого-н. из игры αποκλείω κάποιον από το παιγνίδι.2. βγάζω έξω οδηγώντας•вывести под руки βγάζω έξω από το χέρι.
|| μετοικίζω•вывести крестьян в незаселенные места μετοικίζω τους αγρότες σε απατόίκητα μέρη.
3. βγάζω από μια κατάσταση•вывести из состояния покоя διαταράσσω, διασαλεύω.
4. συνάγω, καταλήγω στη γνώμη, βγάζω συμπέρασμα κ.τ.τ. вывести формулу βγάζω τύπο (φόρμουλα).5. (για πτηνά) παράγω,εκκολάπτω•вывести цыплят βγάζω πουλάκια.
6. (για ζώα) παράγω, δημιουργώ ράτσα• (γιά φυτά) παράγω, βγάζω ποικιλία•вывести засухоустойчивую пшеницу δημιουργώ (βγάζω) ποικιλία σιταριού ξηρασι|ανθεκτική.
7. ανεγείρω, χτίζω, οικοδομώ.8. εξαλείφω, καθαρίζω•вывести пятна βγάζω τους λεκέδες.
|| εξοντώνω, εξολοθρεύω, καταστρέφω, ξεκάνω•вывести клопов καταστρέφω τους κοριούς•
вывести сорняки καταστρέφω τα ζιζάνια.
9. σχεδιάζω, γράφω• τραγουδώ, εκτελώ με ζήλο•вывести узоры διακοσμώ, φτιάχνω στολίδια.
10. παρασταίνω, απεικονίζω (σε φιλολογικό έργο).εκφρ.вывести наружу – φανερώνω, αποκαλύπτω, βγάζω στα φόρα•вывести в лвди – βγάζω, (προωθώ) στην κοινωνία•вывести из себя – κάνω κάποιον να γίνει εκτός εαυτού (να χάσει την αυτοκυριαρχία του)•вывести из терпения – κάνω (φέρω στο σημείο) να χάσει την υπομονή (να εξοργιστεί)•вывести на дорогу – βγάζω στο σωστό δρόμο (της ζωής)•вывести на чистую ή свежую воду кого – ξεσκεπάζω, φανερώνω, βγάζω στα φόρα κάποιον.1. εξαφανίζομαι, εξαλείφομαι, εκλείπω, χάνομαι•знахари давно –лись οι κομπογιαννίτες εξέλειψαν, από καιρό.
|| βγαίνω απο• τη συνήθεια, τη χρήση κ.τ.τ., χάνομαι, εξαφανίζομαι•-лись старые обычаи ξεχάστηκαν οι παλιές συνήθειες•
-лись сохи πάνε πια τα ξύλινα αλέτρια.
2. καταστρέφομαι, εξολοθρεύομαι, εξοντώνομαι, εξαλείφομαι•-лась моль εξαφανίστηκε ο σκώρος.
|| καθαρίζομαι, βγαίνω, εξαλείφομαι•-лось пятно βγήκε ο λεκές.
3. εκκολάπτομαι•птицы давно -лись τα πουλάκια από καιρό βγήκαν.
-
8 гибнуть
ρ.δ., παρλθ. χρ. гиб, -ла, -ло; χάνομαι, καταστρέφομαι, λοθρεύομαι, εξοντώνομαι, ύαι, χάνομαι. -
9 гибнуть
гибнутьнесоз. χάνομαι, καταστρέφομαι, ἀφανίζομαι. -
10 погнбать
погнба||тьнесов χάνομαι, καταστρέφομαι, σκοτώνομαι:цветы \погнбатьют от холода τά λουλούδια καταστρέφονται ἀπό τό κρύο. -
11 дегенерировать
-рую, -руешь, ρ.δ.κ.σ.1. εκφυλίζομαι.2. εξαφανίζομαι, χάνομαι, καταστρέφομαι, σβήνω. -
12 насмарку
επίρ. (σε συνδυασμό με τα ρ. идти, пойти) χάνομαι, καταστρέφομαι•всё дело идёт насмарку όλη η υπόθεση χάνεται•
всё пошло, насмарку όλα πήγαν χαμένα.
-
13 позамёрзнуть
ρ. σ.1. πεθαίνω, χάνομαι, καταστρέφομαι, από το κρύο (μαζικά).2. βλ. замерзать, замрзнуть. -
14 угробить
-блю, -бишь ρ.σ.μ. (απλ.)1. θάβω, ενταφιάζω.2. καταστρέφω, χαλνώ, αχρηστεύω.1. θανατώνομαι, ενταφιάζομαι.2. καταστρέφομαι, αχρηστεύομαι• χάνομαι. -
15 уничтожить
-жу, -жишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уничтоженный, βρ: -жен, -а, -о.ρ.σ.μ.1. καταστρέφω, εξολοθρεύω, εξοντώνω,αφανίζω•, уничтожить насекомых-вредителей καταστρέφω τα βλαβερά έντομα•уничтожить крыс εξολοθρεύω τους αρουραίους•
уничтожить врага εξοντώνω τον εχθρό.
|| καταργώ• διαλύω• καταστέλλω• εξαλείφω• καταλύω•турки -ли византийскую империю οι Τούρκοι κατέλυσαν τη βυζαντινή αυτοκρατορία•
уничтожить безработицу εξαλείφω την ανεργία•
уничтожить мятеж καταστέλλω την εξέγερση.
|| ακυρώνω•уничтожить закон καταργώ νόμο•
уничтожить обычай καταργώ συνήθεια (έθιμο).
|| μτφ. διαλύω•уничтожить последнюю надежду διαλύω και την τελευταία ελπίδα•
уничтожить все сомнения διαλύω όλες τις αμφιβολίες.
2. καταπίνω• καταβροχθίζω.3. μτφ. εξουθενώνω, ταπεινώνω, ξευτελίζω• συντρίβω.1. καταστρέφομαι, εξοντώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.2. εξαφανίζομαι, χάνομαι.
См. также в других словарях:
χάνω — ΝΜ 1. παύω να έχω κάτι («έχασα το πορτοφόλι μου») 2. στερούμαι ένα πρόσωπο λόγω θανάτου του (α. «πέρασε ένας χρόνος από τότε που έχασε το παιδί της» β. «πῶς τοῦτο ἐσυνέβηκεν, ἐχάσαμέν σε νέαν», Διγεν. Ακρ.) 3. μέσ. χάνομαι α) εξαφανίζομαι β)… … Dictionary of Greek
αμόντε — επίρρ. 1. μάταια, εις μάτην 2. φρ. «πηγαίνω αμόντε», καταστρέφομαι, χάνομαι «πάμε αμόντε», λέγεται από τους χαρτοπαίκτες, όταν ακυρώνουν το πρώτο μοίρασμα τών χαρτιών και τά μοιράζουν εκ νέου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. a monte] … Dictionary of Greek
έρρω — ἔρρω (Α) 1. πορεύομαι ή βαδίζω αργά και με κόπο, ιδίως για τον Ήφαιστο που ήταν χωλός («αὐτὰρ ὁ ἔρρων πλησίον», Ομ. Ιλ.) και για τον Οδυσσέα («ἣ μ’ οἴῳ ἔρροντι συνήντετο» μέ συνάντησε να περιπλανιέμαι μόνος, Ομ. Οδ.) 2. πηγαίνω, μεταβαίνω κάπου 3 … Dictionary of Greek
αποφθείρω — (AM ἀποφθείρω) καταστρέφω εντελώς αρχ. 1. χάνομαι, καταστρέφομαι 2. (για εγκύους) αποβάλλω 3. ξεκουμπίζομαι … Dictionary of Greek
απόλλυμι — ἀπόλλυμι κ. ύω κ. ἀπόλλω (AM) [όλλυμι] Ι. 1. καταστρέφω, αχρηστεύω, ερημώνω 2. εξολοθρεύω, σκοτώνω 3. ενοχλώ μέχρι θανάτου, οδηγώ κάποιον σε αδιέξοδο με τα λόγια μου 4. διαφθείρω (γυναίκα) 5. χάνω II. ( μαι) 1. αφανίζομαι, καταστρέφομαι 2.… … Dictionary of Greek
διαφωνώ — ( έω) (ΑΝ) 1. μουσ. κάνω παραφωνία, φαλτσάρω 2. αντιτίθεμαι, διχογνωμώ αρχ. 1. δεν συμφωνώ καθόλου («διαφωνεῑ τι τῶν χρημάτων» υπάρχει διαφορά στους λογαριασμούς, Πολύβ.) 2. χάνομαι, πεθαίνω («οὐ μέντοι διαπεφώνηκεν οὐδείς» Αγαθαρχίδης στη… … Dictionary of Greek
ημύω — ἠμύω (Α) 1. κλίνω, γέρνω («ἑτέρωσ ἤμυσε κάρη πήληκι βαρυνθέν», Ομ. Ιλ.) 2. (για σπαρτά, όταν τα στάχια γέρνουν, όχι από τον άνεμο αλλά λόγω τού βάρους) κλίνω προς τα κάτω 3. (μτφ. για πόλεις) καταπίπτω, καταρρέω 4. (μτβ.) αφανίζω, καταστρέφω 5.… … Dictionary of Greek
θνήσκω — (ΑΜ θνῄσκω και θνήσκω, Α και [απο]θνήσκω και επιγρ. θνείσκω, αιολ. τ. θναίσκω, δωρ. τ. θνασκω) 1. αποθνήσκω, πεθαίνω, αποβιώνω, εκπνέω, παύω να είμαι στη ζωή από φυσικό ή βίαιο θάνατο 2. (η μτχ. αορ. β ως επίθ.) θανών, ούσα, όν ο νεκρός, ο… … Dictionary of Greek
παραφθείρω — ΝΜΑ φθείρω, νοθεύω κάπως, αλλοιώνω κατά τι, ιδίως προς το χειρότερο μσν. 1. παθ. παραφθείρομαι πέφτω σε αχρησία («νόμος ἄρτι παρεφθάρη» Ιω. Λυδ.) 2. αλλάζω, μεταβάλλω 3. μτφ. διαφθείρω τη συνείδηση κάποιου με διάφορα μέσα μσν. αρχ. παθ. φθείρομαι … Dictionary of Greek
προαποφθείρομαι — Α πεθαίνω προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀποφθείρομαι «χάνομαι, καταστρέφομαι»] … Dictionary of Greek
φθόνος — ο, ΝΜΑ, και φτόνος Ν το αρνητικό αίσθημα τής λύπης που νιώθει κανείς για την υπεροχή, τη χαρά ή την ευτυχία τού άλλου, ζηλοφθονία αρχ. 1. άρνηση που οφείλεται στο παραπάνω αίσθημα ή σε δυσμένεια 2. αιτία μομφής και δυσφημίας («ἀποκτείνειν φθόνος… … Dictionary of Greek